fanaticism$27366$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

fanaticism$27366$ - translation to ελληνικό

UNCRITICAL DEVOTION TO A RELIGION
Islamic fanaticism; History of Islamic fanaticism; Religious fanatic; Religious extremism; Christian fanaticism; Ultra-religious
  • lccn=2011025970}}</ref>
  • Jansenist]] sect having convulsions and spasms as a result of religious fanaticism. Engraving by [[Bernard Picart]].

fanaticism      
n. φανατισμός

Ορισμός

fanaticism
Fanaticism is fanatical behaviour or the quality of being fanatical.
...a protest against intolerance and religious fanaticism.
= extremism
N-UNCOUNT [disapproval]

Βικιπαίδεια

Religious fanaticism

Religious fanaticism, or religious extremism, is a pejorative designation used to indicate uncritical zeal or obsessive enthusiasm which is related to one's own, or one's group's, devotion to a religion – a form of human fanaticism which could otherwise be expressed in one's other involvements and participation, including employment, role, and partisan affinities. Historically, the term was applied in Christian antiquity to denigrate non-Christian religions, and subsequently acquired its current usage with the Age of Enlightenment.